Πριν διαβάσετε την ερωτική ιστορία, διαβάσετε και ενημερωθείτε εδώ για την Αποποίηση ευθυνών της ιστοσελίδας!
Την ερωτική ιστορία με τα «Σώματα Καλοκαιρινής Νυχτερινής Χρήσης» την αφηγείται ο Γιάννης, πρωταγωνιστής της ερωτικής αυτής περιπέτειας, με τον ιδιαίτερο αφηγηματικό λογοτεχνικό τρόπο γραφής του που καθηλώνει, παρουσιάζοντας την εξέλιξη ως εξωτερικός παρατηρητής όσων έζησε ..
Γνωρίστηκαν στο Tinder. Εκείνη δασκάλα με ύφος λακωνικό, φωτογραφίες από χωματόδρομους, βιβλία πεταμένα σε κουβέρτες και κάτι βλέμματα που δεν χαμογελούσαν ποτέ στις selfies.
Ο Γιάννης, φιλόλογος σε σχολείο της περιοχής, μπήκε στην κουβέντα απλά, χωρίς μαγκιά. Έπιασαν ρυθμό γρήγορα. Ειρωνείες, λέξεις που έκοβαν, προτάσεις που τέλειωναν με νόημα – όχι με emoji.
Μιλούσαν κάθε μέρα. Αλλά δεν βγαίνανε. Εκείνη το καθυστερούσε. Δεκαπέντε μέρες γεμάτοι σχεδόν, ίσως, και μια παράξενη οικειότητα που φούσκωνε στα μηνύματα. Και μετά, απλά, του έγραψε: «Αν είναι να βγούμε, μην πάμε για ποτό. Έχεις πάει ποτέ στο φράγμα νύχτα;»
Δεν του χρειάστηκαν εξηγήσεις. Δεν ήταν ούτε ρομαντικό ούτε πρόστυχο. Ήταν κάτι πιο ύπουλο: πραγματικό. Την επομένη τη βρήκε στο σημείο που είχαν πει. Στάθμευσε με τα αλάρμ αναμμένα και βγήκε από το όχημα.
Εκείνη περίμενε δίπλα στο δικό της αμάξι, ντυμένη χαλαρά και χύμα – φόρμα, αθλητικά, μαζεμένα μαλλιά. Αλλά ο τρόπος που τον πλησίασε ήταν τελείως βραδινός. Μετά από τόση online επικοινωνία, είχε φτάσει το «τώρα».
Κάθισαν μέσα, έβαλε μουσική χαμηλά. Της πρόσφερε τσιγάρο. Το πήρε. – «Μου φαίνεσαι πιο ήσυχος από κοντά.» – «Μάλλον επειδή τώρα μπορώ να σε κοιτάξω κανονικά.» Γέλασε. Όχι δυνατά. Μ’ εκείνο το γέλιο που δεν είναι χαρά, αλλά αναγνώριση.
Μίλησαν λίγο ακόμα. Όχι πολλά λόγια. Τα βλέμματα ήταν πιο γρήγορα. Ύστερα, εκείνη ακούμπησε το χέρι της στο δικό του, αργά, με εκείνη την ακρίβεια που λέει: «αν δεν θες, φύγε τώρα». Δεν έφυγε. Βγήκαν από το αμάξι και στάθηκαν μπροστά στο καπό, με τη λίμνη πίσω τους να μυρίζει νύχτα και κουνούπι. Εκείνη πλησίασε, τον φίλησε με βιασύνη.
Ο Γιάννης την έπιασε απ’ τη μέση και την κόλλησε πάνω του. Το φιλί βάθυνε χωρίς κουβέντα. Τα ρούχα άρχισαν να πέφτουν σαν κουρασμένα. Η ζέστη κολλούσε στα κορμιά τους, τα τζιτζίκια έσκαγαν από επιθυμία.
Την πήρε εκεί, πάνω στο καπό, με γόνατα τρεμάμενα και χέρια που δεν ήξεραν αν στηρίζουν ή γδύνουν. Το σεξ ήταν σπασμωδικό και ωμό. Όχι όμορφο. Αλλά αληθινό. Γυμνό κυριολεκτικά και μεταφορικά. Δεν φόρεσε προφυλακτικό. Εκείνη δεν είπε τίποτα. Δεν ρώτησε. Δεν σταμάτησε.
Όταν τελείωσαν, έμειναν λίγο σιωπηλοί. Ο Γιάννης άναψε τσιγάρο, κανονικά, όπως το κάνει κάθε φορά – όχι για να καλύψει κάποια αμηχανία, αλλά σαν ιεροτελεστία. – «Δεν ξέρω αν ήταν σωστό, αλλά ήταν αναπόφευκτο.» – «Μπορεί να ήταν το ίδιο.»
Καμία αγκαλιά. Καμία υπόσχεση. Μόνο σώματα που ήξεραν τι έκαναν, χωρίς να ξέρουν τι θα κάνουν μετά. Κάπου πιο πέρα, το φράγμα κρατούσε το νερό. Αλλά κανείς τους δεν κρατήθηκε απόψε.